- καταγράφοι
- καταγράφοῑ , καταγράφωscratchpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάγραφοι — κατάγραφος drawn in profile masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)